πικαρδικός

πικαρδικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πικαρδία, διαμέρισμα και ιστορική περιοχή τής βόρειας Γαλλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”